καρποτρόφος

καρποτρόφος
καρποτρόφος, -ον (Α)
αυτός που τρέφει τον καρπό, που κάνει τον καρπό να ωριμάσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -τρόφος (< τροφός < τρέφω), πρβλ. θηρο-τρόφος, κουρο-τρόφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καρποτρόφος — rearing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρποτρόφον — καρποτρόφος rearing masc/fem acc sg καρποτρόφος rearing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρποτρόφα — καρποτρόφος rearing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρποτρόφοι — καρποτρόφος rearing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρποτρόφοις — καρποτρόφος rearing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρποτρόφους — καρποτρόφος rearing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”